μονιάζω

μονιάζω
μονιάζω, μόνιασα βλ. πίν. 35
——————
Σημειώσεις:
μονιάζωμονοιάζω : δεν πρέπει να γίνεται σύγχυση.
Το μονιάζω σημαίνει (για ζώο) φωλιάζω, ενώ το μονοιάζω συμφιλιώνω ή συμφιλιώνομαι.

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μονιάζω — 1. (για άγρια ζώα, και ιδίως, για λύκους) [μονιά] μένω στη φωλιά μου («όταν ξέσπασε η καταιγίδα όλα τα ζώα μόνιασαν στις φωλιές τους») 2. παραμένω σε κρησφύγετο, παραμονεύω («ο λύκος μονιάζει πίσω από τα φυλλώματα περιμένοντας το θύμα του») 3.… …   Dictionary of Greek

  • μονιάζω — μόνιασα, μονιασμένος, φωλιάζω, παραμονεύω: Οι αρκούδες μονιάζουν στα βουνά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μονοιάζω — μονοιάζω, μόνοιασα, μονοιασμένος βλ. πίν. 35 Σημειώσεις: μονιάζω – μονοιάζω : δεν πρέπει να γίνεται σύγχυση. Το μονιάζω σημαίνει → (για ζώο) φωλιάζω, ενώ το μονοιάζω → συμφιλιώνω ή συμφιλιώνομαι …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αμόνιαστος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει μονιά, που δεν μπορεί να καθήσει κάπου μόνιμα, που ρέπει στον πλάνητα βίο 2. αυτός που δεν παραμένει σε μια θέση ή εργασία, αλλά διαρκώς τήν αλλάζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + μονιάζω < μονιά*] …   Dictionary of Greek

  • αρθμέω — ἀρθμέω (Α) [αρθμός] συμβιβάζομαι, μονιάζω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”